Ἴωνες

Ἴωνες
Ἴωνες
Grammatical information: m. pl.
Meaning: Ionian, one of the four Greek main tribes (since Ν 685 Ίάονες ἑλκεχίτωνες; late Interpolation, v. Wilamowitz Glaube 1, 85 A. 3).
Other forms: ep. poet. Ίάονες pl. (rarely Ἴων, Ίάων)
Dialectal forms: Myc. Iawone
Compounds: As 2. member in Παν-ίωνες (Eust. 1414, 36), backformation after Παν-έλληνες from Πανιών-ιον n. `temple of all Ionians', -ια pl. name of the feast (Hdt.), Πανιώνιος m. surname of Apollon a. o. (inscr.).
Derivatives: 1. Ίάς, -άδος f. `Ionian woman, Ionic' (Hdt., Th.) with Ίακός (Plb.); to Ἴωνες after Ε῝λληνες : `Ελλάς (cf. below). 2. Ίαόνιος `Ionic, Greek' (A. in lyr.), Ίαονίς f. (Nic.); late Ίώνιος `id.' (Philostr.) with Ίωνίς f. (Call., Paus.), Ίωνιάς f. (Nic., Str.); here Ίωνία `Ionia' (A. Pers. 771), Ίαονίη-θε (Nic. Fr. 74, 2). 3. Ίωνικός `Ionic' (Hdt., Th.). 4. ὁ Ίόνιος (κόλπος etc.) m. `the Ionic Sea' (between Epeiros and Italy; cf. below). 5. Ίάνειος patronym. (Thess.). 6. ἰωνίσκος m. ephesian name of the fish χρυσόφρυς (`gilt-head'; Archestr.; cf. Strömberg Fischnamen 86). Denomin. verb ἰωνίζω `speak Ionic' (A. D.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain Ίαωλκός, Ίωλκός town in Magnesia on the Pagasaic gulf (since Hes. Th. 997), prop. "Haven of Ionians" \< *ΊαϜο-ολκός? From Egypt. jwn(n)', Hebr. jāwān, OP yauna etc. we get an original *Ίά̄Ϝονες; further analysis unknown. A shorter form *Ἴον-ες is supposed in Ίόνιος (cf. Jacobsohn KZ 57, 76ff., Treidler Klio 22, 86ff., also Kretschmer Glotta 19, 216), if not after χθόνιος a. o. (by Beaumont JournofHellStud. 56, 204 Ίόνιος is connected with Ίώ); in any case Ίάς and Ίαωλκός can be explained from Ίάονες, Ἴωνες. Unclear Ίάνων ( ̆ ̆ ̄; A. Pers. 949f.; lyr.). - The accent in Ἴωνες acc. to Vendryes BSL 25, 49 shows Attic shift as in ἔγωγε. - Proper meaning unknown, so without etymology. Several hypotheses: "the ἰα-cryers" (Theander Eranos 20, 1ff.), "adorers of Apollon ἰήϊος" (Kretschmer Glotta 18, 232f., Kleinas. Forsch. 1, 1ff.). Details in Schwyzer 80 : 3. S. Szemerényi Stud. z. Sprachgesch. u. Kultukunde 155-157.
Page in Frisk: 1,748

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… …   Dictionary of Greek

  • Ἴωνες — Ἴων the Ionians masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • Names of the Greeks — History of Greece This article is part of a series …   Wikipedia

  • Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… …   Dictionary of Greek

  • ιωνικός — (4ος αι. μ.Χ.).Γιατρός από τις Σάρδεις. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα και ασχολήθηκε με την ανατομία, τη φαρμακευτική, τη χειρουργική, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. * * * ή, ὁ (Α ἰωνικός, ή, όν) [Ίωνες] 1.… …   Dictionary of Greek

  • πανιώνιος — I Κάτοικος της αρχαίας Χίου που αγόραζε ωραίους νέους ή και παιδιά, τους ευνούχιζε και τους πουλούσε στις Σάρδεις και στην Έφεσο αντί μεγάλων χρηματικών ποσών. Τους ευνούχους αυτούς οι άρχοντες της εποχής τους χρησιμοποιούσαν για οικιακές… …   Dictionary of Greek

  • Λάδη — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων.… …   Dictionary of Greek

  • Alte Griechen — Homer Archimedes …   Deutsch Wikipedia

  • Bezeichnungen für die Griechen — Seit dem 8. Jh. v. Chr. entstanden in Magna Graecia zahlreiche griechische Städte. Durch den Kontakt der Italiker mit diesen Siedlern, vermutlich Hellenen aus Graea, den Graeci, etablierte sich im Westen die Bezeichnung Griechen. Die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”